«Γυαλοκοπούν τα φύλλα στην ελιά, νυχτόβρεξε, και τρέμουν
στάλες χαρούμενες τα κλάματα στα τσίνουρα του αγέρα.
Ογρό, σκυφτό κουρνιάει μες τα κλαριά της γριας βροχής το πνεύμα,
κι άσπρα στον ουρανό στιβάζουνται τα νέφη ως αρνοπόκια.
Ελούστη η γης, και στη βαθιάν αυγή, πριχού της δώσει ο γήλιος,
σαν τη βρεμένη ξετινάζεται στους όχτους σουσουράδα»
(«Οδύσσεια» τόμ. Α’ Ν. Καζαντζάκη εκδ. Ἐθνος Αθήνα 2015 σελ. 235)
Advertisements